σκύλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκύλα | οι | σκύλες |
| γενική | της | σκύλας | — | |
| αιτιατική | τη | σκύλα | τις | σκύλες |
| κλητική | σκύλα | σκύλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
→ δείτε τη λέξη σκύλος
Ουσιαστικό

σκύλα (3) που συγκρατεί ένα μολύβι
σκύλα θηλυκό
Ομώνυμα / Ομόηχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σκύλα | ||
| γενική | των | σκύλων | ||
| αιτιατική | τα | σκύλα | ||
| κλητική | σκύλα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκύλα < ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκύλον < αρχαία ελληνική σκῦλον
Ουσιαστικό
σκύλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
σκύλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.