bind
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | bind |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | binds |
| αόριστος | bound |
| παθητική μετοχή | bound |
| ενεργητική μετοχή | binding |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Προφορά
- ΔΦΑ : /baɪnd/
- ⓘ
Ρήμα
bind (en)
- δένω
- δένω, κολλάω, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος σε ενιαίο και χρηστικό σύνολο
- δεσμεύω
- (προγραμματισμός) συνδέω, συσχετίζω αναγνωριστικό (identifier) με τιμή, δηλαδή συνδέω όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. με τα περιεχόμενα σε θέσεις μνήμης
- επιδένω, δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
Συγγενικά
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.