ειδοποιητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειδοποιητήριο | τα | ειδοποιητήρια |
| γενική | του | ειδοποιητηρίου & ειδοποιητήριου |
των | ειδοποιητηρίων |
| αιτιατική | το | ειδοποιητήριο | τα | ειδοποιητήρια |
| κλητική | ειδοποιητήριο | ειδοποιητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειδοποιητήριο < ειδοποιώ + -τήριο ή ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ειδοποιητήριος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lettre d'avis)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðo.pi.iˈti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
ειδοποιητήριο ουδέτερο
- επίσημο ή ανεπίσημο έγγραφο με το οποίο ενημερώνεται κάποιος και ειδοποιείται για κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ειδοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.