ardeur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

ardeur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική ardour < λατινική ardor < ārdeō (καίω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aʁ.dœʁ/ (Γαλλία)
 
 
ομόηχο: hardeur

Επίθετο

ενικός πληθυντικός
ardeur ardeurs

ardeur (fr)

  1. έντονη ζέστη
    l’ardeur du soleil - η ζέστη του ηλίου
  2. το αίσθημα ζέστης που προκαλείται από κάποιες ασθένειες
    l’ardeur de la fièvre - η ζέστη του πυρετού
  3. (μεταφορικά) ο ζήλος, το πάθος, η θέρμη, η ζέση
  4. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ερωτικό πάθος

Συγγενικά

Αναφορές

  1. ardeur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.