administrator

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

administrator < (κληρονομημένο) μέση αγγλική administratour (διαχειριστής) < είτε από την αγγλονορμανδική ,[1] είτε από την παλαιά γαλλική administrateur ή απευθείας από τη λατινική administrātor (διευθυντής, διαχειριστής)[2] < administrō (διαχειρίζομαι, κυβερνώ).

Προφορά

ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ɪ.streɪ.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ədˈmɪn.ə.streɪ.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
administrator administrators

administrator (en) (σπάνιο θηλυκό: administratress ή administratrix ή administratrice)

  1. ο διαχειριστής, η διαχειρίστρια
    administrator of a company - διαχειριστής εταιρείας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη boss
  2. (πληροφορική) ο διαχειριστής συστήματος ή υποσυστήματος πληροφορικής
    σύντμηση: admin
  3. (νομικός όρος, Αυστραλία, βρετανική σημασία) οικονομικός διαχειριστής που διορίζεται από ένα δικαστήριο σε μία χρεωκοπημένη εταιρεία για να προσπαθήσει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση ώστε να διατηρηθεί σε λειτουργία
    : admr, liquidator, receiver

Πολυλεκτικοί όροι

  • administrator bishop
  • city administrator
  • database administrator
  • public administrator
  • system administrator

Συγγενικά

Παράγωγα

  • administratorship
  • co-administrator/coadministrator

Αναφορές

  1. administrator - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. administrator - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)

Πηγές



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

administrator (bs)



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

administrator < λατινική administrātor

Προφορά

ΔΦΑ : /ad.mi.ɲisˈtra.tɔr/
 

Ουσιαστικό

administrator (pl) αρσενικό

  1. ο διοικητής
  2. ο διαχειριστής



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

administrator (sr)



Σερβοκροατικά (sh)

Ουσιαστικό

administrator (sh) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.