χρεωκοπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρεωκοπημένος η χρεωκοπημένη το χρεωκοπημένο
      γενική του χρεωκοπημένου της χρεωκοπημένης του χρεωκοπημένου
    αιτιατική τον χρεωκοπημένο τη χρεωκοπημένη το χρεωκοπημένο
     κλητική χρεωκοπημένε χρεωκοπημένη χρεωκοπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρεωκοπημένοι οι χρεωκοπημένες τα χρεωκοπημένα
      γενική των χρεωκοπημένων των χρεωκοπημένων των χρεωκοπημένων
    αιτιατική τους χρεωκοπημένους τις χρεωκοπημένες τα χρεωκοπημένα
     κλητική χρεωκοπημένοι χρεωκοπημένες χρεωκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρεωκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρεωκοπώ

Μετοχή

χρεωκοπημένος -η -ο

  1. που έχει χρεωκοπήσει
    οι χρεωκοπημένες οικονομίες/ επιχειρήσεις
  2. (μεταφορικά) που έχει αποτύχει ολοκληρωτικά
    η χρεωκοπημένη κυβέρνηση
    θύματα των χρεωκοπημένων συστημάτων
    οι περισσότεροι ψηφοφόροι προτίμησαν να μην σταυρώσουν χρεωκοπημένους πολιτικούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.