χρεωκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρεωκοπημένος | η | χρεωκοπημένη | το | χρεωκοπημένο |
| γενική | του | χρεωκοπημένου | της | χρεωκοπημένης | του | χρεωκοπημένου |
| αιτιατική | τον | χρεωκοπημένο | τη | χρεωκοπημένη | το | χρεωκοπημένο |
| κλητική | χρεωκοπημένε | χρεωκοπημένη | χρεωκοπημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρεωκοπημένοι | οι | χρεωκοπημένες | τα | χρεωκοπημένα |
| γενική | των | χρεωκοπημένων | των | χρεωκοπημένων | των | χρεωκοπημένων |
| αιτιατική | τους | χρεωκοπημένους | τις | χρεωκοπημένες | τα | χρεωκοπημένα |
| κλητική | χρεωκοπημένοι | χρεωκοπημένες | χρεωκοπημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρεωκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρεωκοπώ
Μετοχή
χρεωκοπημένος -η -ο
- που έχει χρεωκοπήσει
- οι χρεωκοπημένες οικονομίες/ επιχειρήσεις
- (μεταφορικά) που έχει αποτύχει ολοκληρωτικά
- η χρεωκοπημένη κυβέρνηση
- θύματα των χρεωκοπημένων συστημάτων
- οι περισσότεροι ψηφοφόροι προτίμησαν να μην σταυρώσουν χρεωκοπημένους πολιτικούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.