Sunday
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
Sunday (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- Κυριακή, κυριακάτικος, κυριακάτικα
- ↪ Today is Sunday.
- Σήμερα είναι Κυριακή.
- ↪ Easter Sunday - Κυριακή του Πάσχα
- ↪ Sunday of Orthodoxy - Κυριακή της Ορθοδοξίας
- ↪ On Sundays we eat as a family.
- Τις Κυριακές τρώμε οικογενειακώς.
- ↪ a Sunday outing/stroll - κυριακάτικη εκδρομή/βόλτα
- ↪ The Sunday walk is a typical form of recreation.
- Ο κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας.
- ↪ On Sunday, he woke us up at dawn.
- Κυριακάτικα μας ξύπνησε από τα χαράματα.
- ↪ Today is Sunday.
Παράγωγα
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Sunday < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Sunday < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Sunday < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Sunday < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.