Sunday

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

Sunday (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • Κυριακή, κυριακάτικος, κυριακάτικα
    Today is Sunday.
    Σήμερα είναι Κυριακή.
    Easter Sunday - Κυριακή του Πάσχα
    Sunday of Orthodoxy - Κυριακή της Ορθοδοξίας
    On Sundays we eat as a family.
    Τις Κυριακές τρώμε οικογενειακώς.
    a Sunday outing/stroll - κυριακάτικη εκδρομή/βόλτα
    The Sunday walk is a typical form of recreation.
    Ο κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας.
    On Sunday, he woke us up at dawn.
    Κυριακάτικα μας ξύπνησε από τα χαράματα.

Παράγωγα

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
Monday Tuesday Wednesday Thursday Friday Saturday Sunday

Πηγές



Φινλανδικά (fi)

Ετυμολογία

Sunday < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Sunday αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Sunday < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Sunday αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Sunday < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Sunday αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Δανικά (da)

Ετυμολογία

Sunday < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Sunday αρσενικό

Πηγές

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.