κυριακάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυριακάτικος η κυριακάτικη το κυριακάτικο
      γενική του κυριακάτικου της κυριακάτικης του κυριακάτικου
    αιτιατική τον κυριακάτικο την κυριακάτικη το κυριακάτικο
     κλητική κυριακάτικε κυριακάτικη κυριακάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυριακάτικοι οι κυριακάτικες τα κυριακάτικα
      γενική των κυριακάτικων των κυριακάτικων των κυριακάτικων
    αιτιατική τους κυριακάτικους τις κυριακάτικες τα κυριακάτικα
     κλητική κυριακάτικοι κυριακάτικες κυριακάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυριακάτικος < κύριο όνομα Κυριακή + επίθημα -άτικος

Επίθετο

κυριακάτικος

κυριακάτικη εκδρομή
κυριακάτικο ξύπνημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.