Pomona
Λατινικά (la)

Πομόνα, Nicolas Fouché, περ. 1700.
Ετυμολογία
- Pomona < pomum • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Pomona (la) θηλυκό
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Pomona | |
| γενική | Pomonae | |
| δοτική | Pomonae | |
| αιτιατική | Pomonam | |
| κλητική | Pomona | |
| αφαιρετική | Pomonā | |
Πηγές
- Pomona - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Pomona < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.