Pomona

Λατινικά (la)

Πομόνα, Nicolas Fouché, περ. 1700.

Ετυμολογία

Pomona < pomum  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Pomona (la) θηλυκό

  • (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) θεά των καρποφόρων δέντρων, των κήπων και των οπωρώνων (Πομόνα)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Pomona
-
γενική Pomonae
-
δοτική Pomonae
-
αιτιατική Pomonam
-
κλητική Pomona
-
αφαιρετική Pomonā
-
(α' κλίση)

Πηγές



Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Pomona < (λόγιο δάνειο) λατινική Pomona < pomum

Κύριο όνομα

Pomona θηλυκό

  1. (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) η λατινική θεότητα Πομόνα
  2. (πόλεις) ονομασία πόλεων στην Αμερική και αλλού



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Pomona < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Pomona αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.