pomum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

pomum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂- (τροφή)

Ουσιαστικό

pomum ουδέτερο

  1. φρούτο
  2. οπωροφόρο δέντρο

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pomum poma
γενική pomī pomōrum
δοτική pomō pomīs
αιτιατική pomum poma
κλητική pomum poma
αφαιρετική pomō pomīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.