Πομόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πομόνα | ||
| γενική | της | Πομόνας | ||
| αιτιατική | την | Πομόνα | ||
| κλητική | Πομόνα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πομόνα, Nicolas Fouché, περ. 1700.
Κύριο όνομα
Πομόνα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.