Πομόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πομόνα
      γενική της Πομόνας
    αιτιατική την Πομόνα
     κλητική Πομόνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πομόνα, Nicolas Fouché, περ. 1700.

Ετυμολογία

Πομόνα < (λόγιο δάνειο) λατινική Pomona < pomum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (τροφή)

Κύριο όνομα

Πομόνα θηλυκό

  • (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) θεά των καρποφόρων δέντρων, των κήπων και των οπωρώνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.