Masse

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Masse die Massen
γενική der Masse der Massen
δοτική der Masse den Massen
αιτιατική die Masse die Massen

Ετυμολογία

Masse < παλαιά άνω γερμανική massa < λατινική massa < αρχαία ελληνική μᾶζα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.sə/
 

Ουσιαστικό

Masse (de) θηλυκό

  1. (φυσική) η μάζα
    Kraft ist gleich Masse mal Beschleunigung.
    Η δύναμη ισούται με τη μάζα επί την επιτάχυνση.
  2. μεγάλη ποσότητα από κάτι
    Sie hat eine Masse Kleidung.
    Έχει ένα σωρό ρούχα.
     συνώνυμα: Menge
  3. (στη μαγειρική) το μείγμα

Συγγενικά

  • massenhaft
  • massig
  • massiv

Σύνθετα

  • Biomasse
  • Knetmasse
  • Landmasse
  • Massengrab
  • Massenproduktion
  • Massenzahl

  • Masse στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια



Φλαμανδικά (vls)

Ετυμολογία

Masse < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Masse αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Masse < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Masse αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Wallonie του Βελγίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.