Λητώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λητώ
      γενική της Λητώς
& Λητούς
    αιτιατική τη Λητώ
     κλητική Λητώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Για του σύγχρονο όνομα, γενική «της Λητώς».
Για τη θεότητα, και «της Λητούς».
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λητώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λητώ

Κύριο όνομα

Λητώ θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λητώ
      γενική τῆς Λητοῦς
      δοτική τῇ Λητοῖ
    αιτιατική τὴν Λητώ
     κλητική ! Λητοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λητώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Λητώ θηλυκό (& δωρικός τύπος Λατώ, -όος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.