Λητώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λητώ | ||
| γενική | της | Λητώς & Λητούς | ||
| αιτιατική | τη | Λητώ | ||
| κλητική | Λητώ | |||
| Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. Για του σύγχρονο όνομα, γενική «της Λητώς». Για τη θεότητα, και «της Λητούς». | ||||
| Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λητώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λητώ
-
Λητώ στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Λητώ | ||
| γενική | τῆς | Λητοῦς | ||
| δοτική | τῇ | Λητοῖ | ||
| αιτιατική | τὴν | Λητώ | ||
| κλητική ὦ! | Λητοῖ | |||
| 3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λητώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Λητώ θηλυκό (& δωρικός τύπος Λατώ, -όος)
Πηγές
- Λητώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Λητώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.