λυπητερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυπητερός η λυπητερή το λυπητερό
      γενική του λυπητερού της λυπητερής του λυπητερού
    αιτιατική τον λυπητερό τη λυπητερή το λυπητερό
     κλητική λυπητερέ λυπητερή λυπητερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυπητεροί οι λυπητερές τα λυπητερά
      γενική των λυπητερών των λυπητερών των λυπητερών
    αιτιατική τους λυπητερούς τις λυπητερές τα λυπητερά
     κλητική λυπητεροί λυπητερές λυπητερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λυπητερός < μεσαιωνική ελληνική λυπητερός < λυπῶ, λυπη- + -τερός < {{αρχ|λυπέω} / λυπῶ < λύπη.[1] Συγκρίνετε με το λυπηρός.

Επίθετο

λυπητερός

  1. που προξενεί λύπη
     συνώνυμα: λυπηρός
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη λυπητερή

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λύπη

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.