λυπητερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυπητερός | η | λυπητερή | το | λυπητερό |
| γενική | του | λυπητερού | της | λυπητερής | του | λυπητερού |
| αιτιατική | τον | λυπητερό | τη | λυπητερή | το | λυπητερό |
| κλητική | λυπητερέ | λυπητερή | λυπητερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυπητεροί | οι | λυπητερές | τα | λυπητερά |
| γενική | των | λυπητερών | των | λυπητερών | των | λυπητερών |
| αιτιατική | τους | λυπητερούς | τις | λυπητερές | τα | λυπητερά |
| κλητική | λυπητεροί | λυπητερές | λυπητερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
λυπητερός
Μεταφράσεις
λυπητερός
Αναφορές
- λυπητερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λυπητερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.