-σκεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -σκεπής η -σκεπής το -σκεπές
      γενική του -σκεπούς* της -σκεπούς του -σκεπούς
    αιτιατική τον -σκεπή τη(ν) -σκεπή το -σκεπές
     κλητική -σκεπή(ς) -σκεπής -σκεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -σκεπείς οι -σκεπείς τα -σκεπή
      γενική των -σκεπών των -σκεπών των -σκεπών
    αιτιατική τους -σκεπείς τις -σκεπείς τα -σκεπή
     κλητική -σκεπείς -σκεπείς -σκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-σκεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκεπής < σκέπω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sceˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σκεπής

Επίθημα

-σκεπής, -ής, -ές

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σκεπής στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -σκεπής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.