-σκεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -σκεπής | η | -σκεπής | το | -σκεπές |
| γενική | του | -σκεπούς* | της | -σκεπούς | του | -σκεπούς |
| αιτιατική | τον | -σκεπή | τη(ν) | -σκεπή | το | -σκεπές |
| κλητική | -σκεπή(ς) | -σκεπής | -σκεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -σκεπείς | οι | -σκεπείς | τα | -σκεπή |
| γενική | των | -σκεπών | των | -σκεπών | των | -σκεπών |
| αιτιατική | τους | -σκεπείς | τις | -σκεπείς | τα | -σκεπή |
| κλητική | -σκεπείς | -σκεπείς | -σκεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -σκεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -σκεπής < σκέπω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sceˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -σκε‐πής
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σκεπής στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-σκεπής" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -σκεπής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.