θαμνοσκεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαμνοσκεπής η θαμνοσκεπής το θαμνοσκεπές
      γενική του θαμνοσκεπούς* της θαμνοσκεπούς του θαμνοσκεπούς
    αιτιατική τον θαμνοσκεπή τη θαμνοσκεπή το θαμνοσκεπές
     κλητική θαμνοσκεπή(ς) θαμνοσκεπής θαμνοσκεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαμνοσκεπείς οι θαμνοσκεπείς τα θαμνοσκεπή
      γενική των θαμνοσκεπών των θαμνοσκεπών των θαμνοσκεπών
    αιτιατική τους θαμνοσκεπείς τις θαμνοσκεπείς τα θαμνοσκεπή
     κλητική θαμνοσκεπείς θαμνοσκεπείς θαμνοσκεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαμνοσκεπής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

θαμνοσκεπής

  • που είναι γεμάτος από θάμνους
      Ανατολικώς της κοίτης του χειμάρρου υψούται από αυτής θαμνοσκεπής και πευκοσκεπής πλαγιά που καταλήγει στο μετόχι του Αγίου Γεωργίου του Σινά (Μανόλης Γερ. Βαρβούνης, Λαϊκή αυτοβιογραφία και ιστορική πραγματικότητα: η περίπτωση των απομνημονευμάτων του Σάμιου οπλαρχηγού Ιωάννη Γιαγά, 1912-1925, εκδ. Δημιουργία, 1997, σελ. 371)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  θάμνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.