-ουλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ουλας οι -ουλες
      γενική του -ουλα
    αιτιατική τον -ουλα τους -ουλες
     κλητική -ουλα -ουλες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ουλας < πιθανόν κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -ουλας < -ούλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας [1] Διαφορετικό το -ουλάς.

Προφορά

ΔΦΑ : /u.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ουλας

Επίθημα

-ουλας αρσενικό

Παράγωγα

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ουλας < -ούλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας [1]

Επίθημα

-ουλας αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.