φύτουλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φύτουλας | οι | φύτουλες |
| γενική | του | φύτουλα | των | φύτουλων |
| αιτιατική | τον | φύτουλα | τους | φύτουλες |
| κλητική | φύτουλα | φύτουλες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φύτουλας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φύτουλας αρσενικό
- (οικείο) (συνήθως για μαθητή ή φοιτητή) που δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τις σπουδές του
άλλη μορφή του: φυτό
Μεταφράσεις
φύτουλας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.