βαριοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαριοπούλα | οι | βαριοπούλες |
| γενική | της | βαριοπούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βαριοπούλα | τις | βαριοπούλες |
| κλητική | βαριοπούλα | βαριοπούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια βαριοπούλα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βαριοπούλα θηλυκό
- (εργαλείο) σφυρί με μεγάλη, βαριά κεφαλή και σχετικά κοντή λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για σπάσιμο· (κυριολεκτικά) μικρή βαριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.