βλαχοπούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλαχοπούλα οι βλαχοπούλες
      γενική της βλαχοπούλας
    αιτιατική τη βλαχοπούλα τις βλαχοπούλες
     κλητική βλαχοπούλα βλαχοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλαχοπούλα < βλαχο- + -πούλα ( βλέπε -πουλος)

Ουσιαστικό

βλαχοπούλα θηλυκό

  1. νεαρή βλάχα, κοπέλα από τη φυλή των Βλάχων ή γενικότερα από χωριό κτηνοτρόφων
    Στην κεντησμένη σου ποδιά μωρ' βλάχα, // μωρ’ βλάχα, βλαχοπούλα και τσελιγκοπούλα (από δημοτικό τραγούδι των Βλάχων της Ηπείρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.