πλουραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλουραλισμός | οι | πλουραλισμοί |
| γενική | του | πλουραλισμού | των | πλουραλισμών |
| αιτιατική | τον | πλουραλισμό | τους | πλουραλισμούς |
| κλητική | πλουραλισμέ | πλουραλισμοί | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλουραλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική pluralisme < λατινική pluralis (πληθυντικός) < plures < plus < παλαιά λατινική *plous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή pleh₁ / *pelh₁u- (πολύς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /plu.ɾa.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐ρα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
πλουραλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που αντιτίθεται στο μονισμό και το δυϊσμό και δέχεται ότι ο κόσμος αποτελείται από πολλαπλά κι αυτοτελή στοιχεία και αρχές
- (κοινωνιολογία) κοινωνική-πολιτική αρχή που στηρίζεται στην πολλαπλότητα: άνθρωποι ή ομάδες διαφορετικών φυλών, πεποιθήσεων ή αξιών μπορούν να συνυπάρχουν ισότιμα και αρμονικά στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή ενός κράτους, διατηρώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους
- (ειδικότερα) η δυνατότητα να εκφράζονται ελεύθερα όλες οι πιθανές απόψεις για ένα ζήτημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πλουραλισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.