παραγγελιοδόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παραγγελιοδόχος οι παραγγελιοδόχοι
      γενική του/της παραγγελιοδόχου των παραγγελιοδόχων
    αιτιατική τον/την παραγγελιοδόχο τους/τις παραγγελιοδόχους
     κλητική παραγγελιοδόχε παραγγελιοδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγγελιοδόχος < παραγγελί(α) + -ο- + -δόχος ( < δέχομαι)

Ουσιαστικό

παραγγελιοδόχος αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.