-δότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -δότης | οι | -δότες |
| γενική | του | -δότη | των | -δοτών |
| αιτιατική | τον | -δότη | τους | -δότες |
| κλητική | -δότη | -δότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -δότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δότης < δίδωμι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -δό‐της
Επίθημα
-δότης αρσενικό (θηλυκό -δότρια / λαϊκότροπο -δότρα / λόγιο -δότειρα)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δότης στο Βικιλεξικό
Αντώνυμα
- (-δόχος)
Μεταφράσεις
-δότης
|
|
Αναφορές
- "-δότης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.