αιμοδότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αιμοδότης | οι | αιμοδότες |
| γενική | του | αιμοδότη | των | αιμοδοτών |
| αιτιατική | τον | αιμοδότη | τους | αιμοδότες |
| κλητική | αιμοδότη | αιμοδότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αιμοδότης αρσενικό (θηλυκό: αιμοδότρια)
Μεταφράσεις
αιμοδότης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.