-βιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -βιος | η | -βια | το | -βιο |
| γενική | του | -βιου | της | -βιας | του | -βιου |
| αιτιατική | τον | -βιο | τη(ν) | -βια | το | -βιο |
| κλητική | -βιε | -βια | -βιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -βιοι | οι | -βιες | τα | -βια |
| γενική | των | -βιων | των | -βιων | των | -βιων |
| αιτιατική | τους | -βιους | τις | -βιες | τα | -βια |
| κλητική | -βιοι | -βιες | -βια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -βιος < βίος
Επίθημα
-βιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.