νυκτόβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νυκτόβιος | η | νυκτόβια | το | νυκτόβιο |
| γενική | του | νυκτόβιου | της | νυκτόβιας | του | νυκτόβιου |
| αιτιατική | τον | νυκτόβιο | τη | νυκτόβια | το | νυκτόβιο |
| κλητική | νυκτόβιε | νυκτόβια | νυκτόβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νυκτόβιοι | οι | νυκτόβιες | τα | νυκτόβια |
| γενική | των | νυκτόβιων | των | νυκτόβιων | των | νυκτόβιων |
| αιτιατική | τους | νυκτόβιους | τις | νυκτόβιες | τα | νυκτόβια |
| κλητική | νυκτόβιοι | νυκτόβιες | νυκτόβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νυκτόβιος < (ελληνιστική κοινή) νυκτόβιος < νύξ (γενική: νυκτ-ός) + βίος
Μεταφράσεις
νυκτόβιος
|
→ δείτε τη λέξη νυχτόβιος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.