μπαρόβιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαρόβιος η μπαρόβια το μπαρόβιο
      γενική του μπαρόβιου της μπαρόβιας του μπαρόβιου
    αιτιατική τον μπαρόβιο την μπαρόβια το μπαρόβιο
     κλητική μπαρόβιε μπαρόβια μπαρόβιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαρόβιοι οι μπαρόβιες τα μπαρόβια
      γενική των μπαρόβιων των μπαρόβιων των μπαρόβιων
    αιτιατική τους μπαρόβιους τις μπαρόβιες τα μπαρόβια
     κλητική μπαρόβιοι μπαρόβιες μπαρόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπαρόβιος < μπαρ + -ό- + -βιος

Επίθετο

μπαρόβιος, -α, -ο

  • που συχνάζει / συνήθως βρίσκεται στα μπαρ
      Μετά ο Τζάφι έδειξε το μπαρόβιο χιούμορ του (Τζακ Κέρουακ, Οι αλήτες του Ντάρμα, 1958)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.