δασκαλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δασκαλίκι τα δασκαλίκια
      γενική
    αιτιατική το δασκαλίκι τα δασκαλίκια
     κλητική δασκαλίκι δασκαλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασκαλίκι < δάσκαλος + -ίκι

Ουσιαστικό

δασκαλίκι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) (ενίοτε μειωτικά ή ειρωνικά) η επαγγελματική ιδιότητα του δασκάλου, το να είναι κανείς δάσκαλος και να διδάσκει
    Το δασκαλίκι είναι το μεγάλο ντέρτι μου...». Τα λόγια ανήκουν στον φιλόλογο, πανεπιστημιακό δάσκαλο, συγγραφέα, μεταφραστή και κάποτε... ηθοποιό Δημήτρη Μαρωνίτη. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.