-έλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -έλαιο τα -έλαια
      γενική του -ελαίου
& -έλαιου
των -ελαίων
    αιτιατική το -έλαιο τα -έλαια
     κλητική -έλαιο -έλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-έλαιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -έλαιον < αρχαία ελληνική ἔλαιον[1].  δείτε και τη λέξη έλαιο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαιο

Επίθημα

-έλαιο ουδέτερο

  1. β′ συνθετικό ουσιαστικών που αφορά λάδι καρπού ή φυτού
    ηλιέλαιο, φοινικέλαιο
  2. β′ συνθετικό ουσιαστικών που αφορά καύσιμο
    μηχανέλαιο, πετρέλαιο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έλαιο στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -έλαιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.