φοινικέλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοινικέλαιο τα φοινικέλαια
      γενική του φοινικελαίου
& φοινικέλαιου
των φοινικελαίων
    αιτιατική το φοινικέλαιο τα φοινικέλαια
     κλητική φοινικέλαιο φοινικέλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αφρικανικός ελαιοφοίνικας -το είδος Elaeis guineensis

Ετυμολογία

φοινικέλαιο < φοίνικ(ας) + -έλαιο

Ουσιαστικό

φοινικέλαιο ουδέτερο

  • είδος φυτικού λαδιού και, συγκεκριμένα, του λαδιού που εξάγεται με επεξεργασία του καρπού ορισμένων φοινικόδεντρων -εκείνων που ανήκουν στο είδος Elais guineensis και Elaeis oleifera

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.