σμικρυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμικρυντικός | η | σμικρυντική | το | σμικρυντικό |
| γενική | του | σμικρυντικού | της | σμικρυντικής | του | σμικρυντικού |
| αιτιατική | τον | σμικρυντικό | τη | σμικρυντική | το | σμικρυντικό |
| κλητική | σμικρυντικέ | σμικρυντική | σμικρυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμικρυντικοί | οι | σμικρυντικές | τα | σμικρυντικά |
| γενική | των | σμικρυντικών | των | σμικρυντικών | των | σμικρυντικών |
| αιτιατική | τους | σμικρυντικούς | τις | σμικρυντικές | τα | σμικρυντικά |
| κλητική | σμικρυντικοί | σμικρυντικές | σμικρυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σμικρυντικός < (μαρτυρείται από το 1861)
Μεταφράσεις
σμικρυντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.