-άδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ -άδιον τὰ -άδι
      γενική τοῦ -αδίου τῶν -αδίων
      δοτική τῷ -αδί τοῖς -αδίοις
    αιτιατική τὸ -άδιον τὰ -άδι
     κλητική ! -άδιον -άδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -αδίω
γεν-δοτ τοῖν  -αδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-άδιον < ουσιαστικό με θέμα που έληγε σε -αδ-  + υποκοριστικό επίθημα -ιον. Αυτονομήθηκε και ως επέκταση σε άλλα ουσιαστικά ή και χωρίς υποκοριστική σημασία. [1]

Επίθημα

-άδιον, -ου ουδέτερο

  • Παράγωγα με επίθημα -άδιον (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -άδιον @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.