ῥόος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ῥόος > ῥοῦς | οἱ | ῥόοι > ῥοῖ |
| γενική | τοῦ | ῥόου > ῥοῦ | τῶν | ῥόων > ῥῶν |
| δοτική | τῷ | ῥόῳ > ῥῷ | τοῖς | ῥόοις > ῥοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ῥόον > ῥοῦν | τοὺς | ῥόους > ῥοῦς |
| κλητική ὦ! | ῥόε > ῥοῦ | ῥόοι > ῥοῖ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόω > ῥώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥόοιν > ῥοῖν | ||
| 2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ῥόος < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω. ῥόα, ῥοία και ῥοιή (πιθανόν λόγω του χρώματος που έμοιαζε της ροδιάς. Δείτε Σημειώσεις).
Ουσιαστικό 1
ῥόος αρσενικό
- ο ρους, η ροή υγρών, ποταμών, κυμάτων
- ↪ κατὰ ῥόον (τον πήρε το ποτάμι)
- ρεύμα στη θάλασσα
- ↪ ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου
- ρέμα
- (μεταφορικά) η τάση των πολλών, της κοινής γνώμης, το κατεστημένο
- ↪ φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν (με το ρεύμα), πρὸς ῥόον (ενάντια στο ρεύμα, μεταφορικά και κυριολεκτικά)
- ρεύμα αέρα
- ↪ ῥόος καπνοῦ (Πίνδαρος)
- (ιατρική) εκκρίσεις του οργανισμού και διάρροια (Ιπποκράτης)
Ετυμολογία 2
- ῥόος < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω. ῥόα, ῥοία και ῥοιή (πιθανόν λόγω του χρώματος που έμοιαζε της ροδιάς. Δείτε Σημειώσεις στο ῥοῦς).
Πηγές
- ῥόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.