ῥόος

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Να διευκρινιστούν ορισμοί και κλιτικοί τύποι στα λήμματα ῥόος και ῥοῦς Sarri.greek  | 11:06, 22 Νοεμβρίου 2021 (UTC).



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική όος > οῦς οἱ όοι   > οῖ
      γενική τοῦ όου > οῦ τῶν όων > ῶν
      δοτική τῷ ό   > τοῖς όοις > οῖς
    αιτιατική τὸν όον > οῦν τοὺς όους > οῦς
     κλητική ! όε   > οῦ όοι   > οῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  όω   > ώ
γεν-δοτ τοῖν  όοιν > οῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ῥόος < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω. ῥόα, ῥοία και ῥοιή (πιθανόν λόγω του χρώματος που έμοιαζε της ροδιάς. Δείτε Σημειώσεις).

Ουσιαστικό 1

ῥόος αρσενικό

  1. ο ρους, η ροή υγρών, ποταμών, κυμάτων
    κατὰ ῥόον (τον πήρε το ποτάμι)
  2. ρεύμα στη θάλασσα
    ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου
  3. ρέμα
  4. (μεταφορικά) η τάση των πολλών, της κοινής γνώμης, το κατεστημένο
    φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν (με το ρεύμα), πρὸς ῥόον (ενάντια στο ρεύμα, μεταφορικά και κυριολεκτικά)
  5. ρεύμα αέρα
    ῥόος καπνοῦ (Πίνδαρος)
  6. (ιατρική) εκκρίσεις του οργανισμού και διάρροια (Ιπποκράτης)

Συγγενικά

επίσης

Ετυμολογία 2

ῥόος < ασυναίρετο στον Όμηρο και άλλους ῥόος < ῥέω. ῥόα, ῥοία και ῥοιή (πιθανόν λόγω του χρώματος που έμοιαζε της ροδιάς. Δείτε Σημειώσεις στο ῥοῦς).

Ουσιαστικό 2

ῥόος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.