ρους

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ρους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοῦς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾus/

Ουσιαστικό

ρους αρσενικό

  1. ροή νερών (ποταμού κτλ.)
  2. κατεύθυνση εξέλιξης γεγονότων
    ο ρους της ιστορίας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.