κατάρρους

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατάρρους < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κατάρρους αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατάρροος   > κατάρρους τὸ κατάρροον   > κατάρρουν
      γενική τοῦ/τῆς καταρρόου   > κατάρρου τοῦ καταρρόου   > κατάρρου
      δοτική τῷ/τῇ καταρρό    > κατάρρ τῷ καταρρό    > κατάρρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κατάρροον   > κατάρρουν τὸ κατάρροον   > κατάρρουν
     κλητική ! κατάρροε     > κατάρρους κατάρροον   > κατάρρουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατάρροοι   > κατᾶρροι τὰ κατάρρο   > κατάρρο
      γενική τῶν καταρρόων > κατάρρων τῶν καταρρόων > κατάρρων
      δοτική τοῖς/ταῖς καταρρόοις > κατάρροις τοῖς καταρρόοις > κατάρροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καταρρόους > κατάρρους τὰ κατάρρο   > κατάρρο
     κλητική ! κατάρροοι   > κατάρροι κατάρρο   > κατάρρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταρρόω   > κατάρρω τὼ καταρρόω   > κατάρρω
      γεν-δοτ τοῖν καταρρόοιν > κατάρροιν τοῖν καταρρόοιν > κατάρροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

κατάρρους, -ους, -ουν

  • άλλη μορφή του κατάρροος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.