ὠφελία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ὠφελία

  • συνηθισμένη μορφή της λέξης ὠφέλεια που άλλαζε προφορά ανάλογα με τις ανάγκες του ρυθμού στην ποίηση

 δείτε τη λέξη ὠφέλεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.