ὑπενδύτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῠπενδῠτα-
ονομαστική ὑπενδύτης οἱ ὑπενδύται
      γενική τοῦ ὑπενδύτου τῶν ὑπενδυτῶν
      δοτική τῷ ὑπενδύτ τοῖς ὑπενδύταις
    αιτιατική τὸν ὑπενδύτην τοὺς ὑπενδύτᾱς
     κλητική ! ὑπενδύτ ὑπενδύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπενδύτ
γεν-δοτ τοῖν  ὑπενδύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπενδύτης < ὑπενδύ(ω) + -της < ὑπ- + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν- + δύω

Ουσιαστικό

ὑπενδύτης (δῠ) αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.