ἐπενδύτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπενδύτης | οἱ | ἐπενδύται |
| γενική | τοῦ | ἐπενδύτου | τῶν | ἐπενδυτῶν |
| δοτική | τῷ | ἐπενδύτῃ | τοῖς | ἐπενδύταις |
| αιτιατική | τὸν | ἐπενδύτην | τοὺς | ἐπενδύτᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐπενδύτᾰ | ἐπενδύται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπενδύτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπενδύταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπενδύτης < ἐπενδύω < ἐπί + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω
Πηγές
- ἐπενδύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.