ὑπένδυμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπένδυμᾰ τὰ ὑπενδύμᾰτ
      γενική τοῦ ὑπενδύμᾰτος τῶν ὑπενδυμᾰ́των
      δοτική τῷ ὑπενδύμᾰτ τοῖς ὑπενδύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὑπένδυμᾰ τὰ ὑπενδύμᾰτ
     κλητική ! ὑπένδυμᾰ ὑπενδύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπενδύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑπενδυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπένδυμα (ελληνιστική κοινή) < ὑπενδύω < ὑπό + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω. Μορφολογικά, ὑπ- + ἔνδυμα

Ουσιαστικό

ὑπένδυμα (δῠ) ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.