υπενδύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπενδύτης οι υπενδύτες
      γενική του υπενδύτη των υπενδυτών
    αιτιατική τον υπενδύτη τους υπενδύτες
     κλητική υπενδύτη υπενδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπενδύτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπενδύτης < ὑπενδύω < ὑπό + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.penˈði.tis/

Ουσιαστικό

υπενδύτης αρσενικό

  1. (καθαρεύουσα)  δείτε τη λέξη ὑπενδύτης
  2. (βοτανική) αυτό που καλύπτει τα σποριάγγεια κάποιων φυτών για να τα προφυλάξει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.