ευεξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευεξία οι ευεξίες
      γενική της ευεξίας των ευεξιών
    αιτιατική την ευεξία τις ευεξίες
     κλητική ευεξία ευεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευεξία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐεξία < εὖ (ευ-) + ἔχω, ἐξ- + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.veˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευεξία

Ουσιαστικό

ευεξία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.