ὑγιεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑγιείᾱ | αἱ | ὑγιεῖαι |
| γενική | τῆς | ὑγιείᾱς | τῶν | ὑγιειῶν |
| δοτική | τῇ | ὑγιείᾳ | ταῖς | ὑγιείαις |
| αιτιατική | τὴν | ὑγιείᾱν | τὰς | ὑγιείᾱς |
| κλητική ὦ! | ὑγιείᾱ | ὑγιεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑγιείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑγιείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.