προσφάγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσφάγι τα προσφάγια
      γενική του προσφαγιού των προσφαγιών
    αιτιατική το προσφάγι τα προσφάγια
     κλητική προσφάγι προσφάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσφάγι < μεσαιωνική ελληνική προσφάγι < (ελληνιστική κοινή) προσφάγιον < πρός + αρχαία ελληνική φαγεῖν

Ουσιαστικό

προσφάγι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.