ιχθυαγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυαγορά οι ιχθυαγορές
      γενική της ιχθυαγοράς των ιχθυαγορών
    αιτιατική την ιχθυαγορά τις ιχθυαγορές
     κλητική ιχθυαγορά ιχθυαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ιχθυαγορά στο Μπαλί

Ετυμολογία

ιχθυαγορά < ιχθυ- + αγορά

Ουσιαστικό

ιχθυαγορά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.