ἰχθύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἰχθῠ- (σε τρισύλλαβα) ἰχθῡ- (σε δισύλλαβα)
ονομαστική ἰχθύς οἱ ἰχθύες
      γενική τοῦ ἰχθύος τῶν ἰχθύων
      δοτική τῷ ἰχθύῐ̈ τοῖς ἰχθύσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἰχθύν τοὺς ἰχθῦς
& ἰχθύας
     κλητική ! ἰχθύ ἰχθύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰχθύε
γεν-δοτ τοῖν  ἰχθύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰχθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰǵʰu- (ἰχθύς)

Ουσιαστικό

ἰχθύς αρσενικό

  1. (ιχθυολογία) ψάρι
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 317 (315-317)
    οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν | κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ | νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
    Στα μέρη του | κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί | απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  2. (μεταφορικά) ανόητος
  3. (πληθυντικός) ἰχθύες:
    1. ψαραγορά
    2. (αστερισμός) ο αστερισμός Ιχθύες

Συγγενικά

  • ἰχθυο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἰχθυο- στο Βικιλεξικό

και

  • ἄνιχθυς
  • ἀπιχθυόομαι
  • ἄπιχθυς
  • εὔιχθυς
  • ἰχθύα
  • ἰχθυακός
  • ἰχθυάω
  • ἰχθυάζομαι
  • ἰχθύδιον
  • ἰχθυεῖον
  • ἰχθύη
  • ἰχθυήματα
  • ἰχθυηρός
  • ἰχθυΐα
  • ἰχθυϊκά
  • ἰχθυϊκός
  • ἰχθυόεις
  • ἰχθυσιληϊστήρ
  • ἰχθυσιληιστήρ
  • ἰχθυώδης
  • κάλλιχθυς
  • πολύϊχθυς, πολυΐχθυος
  • φίλιχθυς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.