ὄμφαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ὄμφαξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὄμφαξ, -ακος αρσενικό ή θηλυκό

  1. άγουρο σταφύλι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 125 (125-126)
    πάροιθε δέ τ᾽ ὄμφακές εἰσιν | ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾽ ὑποπερκάζουσιν.
    οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, | αλλού μόλις που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 399
    ὅτ᾽ ὄμφακες αἰόλλονται,
    κι οι αγουρίδες χρώμα αλλάζουν,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 970 (970-972)
    ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ᾽ ὄμφακος πικρᾶς | οἶνον, τότ᾽ ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις πέλει, | ἀνδρὸς τελείου δῶμ᾽ ἐπιστρωφωμένου.
    κι όταν γυαλίζει απ᾽ την ξινή την αγουρίδα | κρασάτη ρόγα, τότ᾽ είναι δροσιά στο σπίτι, | σαν το γιομίζει τ᾽ άρχοντά του η παρουσία.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
  2. (μεταφορικά) νεαρό κορίτσι που δεν είναι ακόμα ώριμο για γάμο
  3. (ανατομία) ανώριμος μαστός πολύ μικρής κοπέλας
  4. πολύτιμος λίθος για την κατασκευή σφραγίδων

Επίθετο

ὄμφαξ

Παράγωγα

  • ὀμφάκη
  • ὀμφακηρός
  • ὀμφακίας
  • ὀμφακίζω
  • ὀμφάκινος
  • ὀμφάκιον
  • ὀμφάκιος
  • ὀμφακίς
  • ὀμφακισμός
  • ὀμφακίτης
  • ὀμφακῖτις
  • ὀμφακόκαρπος
  • ὀμφακόμελι
  • ὀμφακομελίτης
  • ὀμφακοράξ
  • ὀμφακορράξ
  • ὀμφακός
  • ὀμφακώδης

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.