ὀτρηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὀτρηρός | ἡ | ὀτρηρᾱ́ | τὸ | ὀτρηρόν |
| γενική | τοῦ | ὀτρηροῦ | τῆς | ὀτρηρᾶς | τοῦ | ὀτρηροῦ |
| δοτική | τῷ | ὀτρηρῷ | τῇ | ὀτρηρᾷ | τῷ | ὀτρηρῷ |
| αιτιατική | τὸν | ὀτρηρόν | τὴν | ὀτρηρᾱ́ν | τὸ | ὀτρηρόν |
| κλητική ὦ! | ὀτρηρέ | ὀτρηρᾱ́ | ὀτρηρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὀτρηροί | αἱ | ὀτρηραί | τὰ | ὀτρηρᾰ́ |
| γενική | τῶν | ὀτρηρῶν | τῶν | ὀτρηρῶν | τῶν | ὀτρηρῶν |
| δοτική | τοῖς | ὀτρηροῖς | ταῖς | ὀτρηραῖς | τοῖς | ὀτρηροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ὀτρηρούς | τὰς | ὀτρηρᾱ́ς | τὰ | ὀτρηρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ὀτρηροί | ὀτρηραί | ὀτρηρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀτρηρώ | τὼ | ὀτρηρᾱ́ | τὼ | ὀτρηρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀτρηροῖν | τοῖν | ὀτρηραῖν | τοῖν | ὀτρηροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ὀτρηρός, -ά, -όν
- πρόθυμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 109
- κήρυκες δ᾽ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες
- Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- κήρυκες δ᾽ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 38 (στίχοι 37-38)
- Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾽ ἄλλους | ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.
- Όπως του μίλησε, όρμησε εκείνος έξω από την αίθουσα, φωνάζοντας | να τον συντρέξουν πρόθυμα τ᾽ άλλα παλληκαράκια.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾽ ἄλλους | ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.
- ※ 414 π.Χ., Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 910
- ἐγὼ μελιγλώσσων ἐπέων ἱεὶς ἀοιδὰν | Μουσάων θεράπων ὀτρηρός | κατὰ τὸν Ὅμηρον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 109
- γρήγορος, ευκίνητος
- οξύς, αιχμηρός
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.529 @scaife.perseus
- ὀτρηρῇσιν ἐπισπέρχων ὀδύνῃσι··
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.529 @scaife.perseus
Παράγωγα
- ὀτρηρῶς (επίρρημα)
Αναφορές
- ὀτραλέως σελ. 1123 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- παροτρύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- οτρηρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὀτρηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀτρηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.