ὀτρηρῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὀτρηρῶς < ὀτρηρ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
ὀτρηρῶς
- γρήγορα, βιαστικά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 735 (στίχοι 735-737)
- ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα, | δμῶ᾽ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ, | καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον,
- Μα τώρα κάποια πρόθυμα τον γέροντα Δολίο να καλέσει, | δικό μου δούλο — μου τον χάρισε ο πατέρας μου τότε που ξεκινούσα | νά ᾽ρθω εδώ, κι αυτός φροντίζει το πολύδεντρό μου περιβόλι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα, | δμῶ᾽ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ, | καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 735 (στίχοι 735-737)
Πηγές
- ὀτρηρῶς, ὀτρηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.