ἡσυχαίτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡσυχαίτερος | ἡ | ἡσυχαιτέρᾱ | τὸ | ἡσυχαίτερον |
| γενική | τοῦ | ἡσυχαιτέρου | τῆς | ἡσυχαιτέρᾱς | τοῦ | ἡσυχαιτέρου |
| δοτική | τῷ | ἡσυχαιτέρῳ | τῇ | ἡσυχαιτέρᾳ | τῷ | ἡσυχαιτέρῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἡσυχαίτερον | τὴν | ἡσυχαιτέρᾱν | τὸ | ἡσυχαίτερον |
| κλητική ὦ! | ἡσυχαίτερε | ἡσυχαιτέρᾱ | ἡσυχαίτερον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἡσυχαίτεροι | αἱ | ἡσυχαίτεραι | τὰ | ἡσυχαίτερᾰ |
| γενική | τῶν | ἡσυχαιτέρων | τῶν | ἡσυχαιτέρων | τῶν | ἡσυχαιτέρων |
| δοτική | τοῖς | ἡσυχαιτέροις | ταῖς | ἡσυχαιτέραις | τοῖς | ἡσυχαιτέροις |
| αιτιατική | τοὺς | ἡσυχαιτέρους | τὰς | ἡσυχαιτέρᾱς | τὰ | ἡσυχαίτερᾰ |
| κλητική ὦ! | ἡσυχαίτεροι | ἡσυχαίτεραι | ἡσυχαίτερᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡσυχαιτέρω | τὼ | ἡσυχαιτέρᾱ | τὼ | ἡσυχαιτέρω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡσυχαιτέροιν | τοῖν | ἡσυχαιτέραιν | τοῖν | ἡσυχαιτέροιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡσυχαίτερος < ἥσυχ(ος) + -αίτερος
Επίθετο
ἡσυχαίτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του ἥσυχος
- ※ οὕτω δὴ ἡσυχαίτερος μὲν ἦν, ἐν δὲ ταῖς συνουσίαις πάμπαν ἐπίχαρις (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία, 1, 4, 4)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.