ἡσύχως
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
ἡσύχως
- επίρρημα θετικού βαθμού του επιθέου ἥσυχος: ήσυχα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 3.53
- τούτῳ μὲν ὁ Κῦρος δοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ πορεύεσθαι ἐκέλευεν ἡσύχως
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 3.53
Πηγές
- ἡσύχως, ἥσυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.